- πιθήκη
- ἡ, Αείδος πιθήκου με λεπτά και μακριά πόδια εξαιτίας τών οποίων ονομαζόταν και ψύλλα, ορειβάτης, υλοδρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιθήκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθηκᾶν — πιθήκη fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθηκῶν — πιθήκη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek
ψύλλα — η, ΝΑ έντομο που προσβάλλει τα φυτά αρχ. 1. ο ψύλλος 2. είδος πιθήκου με λεπτά και μακριά πόδια, πιθήκη* 3. είδος δηλητηριώδους αράχνης, υπόδρομος*(ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψύλλα (< ψύλ ja), ανάγεται σε οικογένεια λ., τής οποίας η αρχική μορφή τής… … Dictionary of Greek